λαλόεις
English (LSJ)
εσσα, εν, poet.for sq., AP9.122 (perh. Evenus).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 122.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λᾰλόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. αντί λάλος, σε Ανθ.
εσσα, εν, poet.for sq., AP9.122 (perh. Evenus).
λᾰλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 122.
λᾰλόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. αντί λάλος, σε Ανθ.