λᾶϊγξ

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας,

   A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95.    II generally, stone, A.R.1.402, al.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.

Greek Monolingual

λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
1. μικρός λίθος, λιθάρι
2. (γενικά) λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφ-ιγξ, φύσ-ιγξ)].

Greek Monotonic

λᾶϊγξ: -γγος, ἡ, υποκορ. του λᾶας, μικρός λίθος, βότσαλο, σε Ομήρ. Οδ.