λιπαρία

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
λῐπᾰρ-ία, ἡ, (λιπαρός)

   A fatness, Dsc.1.40.

German (Pape)

[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.

Greek Monolingual

(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.———————— (II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.

Greek Monotonic

λῑπᾰρία: Ιων. λιπαρίη, ἡ, επιμονή, εμμονή, σε Ηρόδ.