ναυμαχητέον

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must fight by sea, Arist.Rh.1376a2.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμαχητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ναυμαχέω, δεῖ ναυμαχεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15. 14.

Greek Monotonic

ναυμᾰχητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει να δοθεί μάχη στη θάλασσα, σε Αριστ.