παραπλευρίδια

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τά,

   A covers for the sides of war-horses, X.Cyr.6.4.1, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 494] τά, die Bedeckung der Seiten an den Streitrossen, Xen. Cyr. 6, 4, 1; vgl. Poll. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευρίδια: τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
armure qui protégeait le flanc des chevaux.
Étymologie: παρά, πλευρά.

Greek Monotonic

παραπλευρίδια: τά (πλευρά), καλύμματα για τα πλευρά των αλόγων, σε Ξεν.