πολεμόκλονος

Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A raising the din of war, ἔργον Ἄρηος Batr.4; Παλλάς ib.275, Orph.H.32.2.

German (Pape)

[Seite 654] sich kriegerisch tummelnd, Batr. 4. 267.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόκλονος: -ον, ὁ ἐγείρων τὸν θόρυβον τοῦ πολέμου, Βατραχομυομ. 4, 276, Ὀρφ. Ὕμν. 32. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui excite le tumulte de la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κλόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εγείρει τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κλόνος «θόρυβος πολέμου» (πρβλ. μεγαλό-κλονος].

Greek Monotonic

πολεμόκλονος: -ον, αυτός που εγείρει, προκαλεί, ξεσηκώνει τον θόρυβο του πολέμου, σε Βατραχομ.