πολύνοσος

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A liable to many sicknesses, Str.15.1.43, Cat.Cod.Astr.2.208.

German (Pape)

[Seite 667] vielen Krankheiten ausgesetzt; Strab. XV; Schol. Lycophr. 156.

Greek (Liddell-Scott)

πολύνοσος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς νόσους ὑποκείμενος, Στράβ. 705.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sujet à beaucoup de maladies ; très sujet à la maladie, maladif.
Étymologie: πολύς, νόσος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
επιρρεπής σε πολλές νόσους, πολύ φιλάσθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νοσος (< νόσος), πρβλ. ά-νοσος, νευρό-νοσος].

Greek Monotonic

πολύνοσος: -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.