συνυπουργέω

Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A join in serving, co-operate with, τινι Hp.Art.58, cf. 2 Ep.Cor.1.11, Luc.Bis Acc.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνυπουργέω: συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
joindre son assistance à celle d’un autre, porter secours ensemble.
Étymologie: σύν, ὑπουργέω.

English (Strong)

from σύν and a derivative of a compound of ὑπό and the base of ἔργον; to be a co-auxiliary, i.e. assist: help together.

English (Thayer)

συνυπούργω; (ὑπουργέω to serve, from ὑπουργός, and this from ὑπό and ἘΡΓΩ); to help together: τίνι, by anything, Lucian, bis accusat. c. 17 συναγωνιζομενης τῆς ἡδονῆς, ἤπερ αὐτῇ τά πολλά ξυνυπουργει.)

Greek Monotonic

συνυπουργέω: μέλ. -ήσω, συνυπηρετώ, συμβοηθώ, συνεργάζομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.