τανυγλώχις

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ,

   A with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.

Greek Monolingual

ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ-γλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.