τρίμηνος

Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A of three months, χρόνος S.Tr.164; so ἡ τ. period of three months, Hdt. 2.124, IG22.1358 ii 7, 11, al., PCair.Zen.124.5, 440.4 (iii B. C.); τὸ τ. Plb.1.38.6, etc.; τ. παιδία born after three months, Com.Adesp.213: neut. as Adv., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Hp.Aph.5.45.    2 three months old, Arist.HA562b28.    3 πυροὶ τ. wheat sown in spring, so as to ripen in three months, Philyll.4, cf. Thphr.HP8.1.4, CP4.11.1, PCair.Zen.155.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1144] dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.

Greek (Liddell-Scott)

τρίμηνος: -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τριῶν μηνῶν ἀποτελούμενος, χρόνος Σοφ. Τρ. 164· οὕτως, ἡ τρίμηνος, περίοδος ἐκ τριῶν μηνῶν, Ἡρόδ. 2. 124· τὸ τρίμηνον Πολύβ. 1. 38, 6, κλπ.· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρίμηνα ἐκτιτρώσκειν Ἱππ. Ἀφ. 1254. 2) τριῶν μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6· πυροὶ τρίμηνοι, σῖτος σπαρεὶς κατὰ τὸ ἔαρ, ὥστε νὰ ὡριμάζῃ ἐντὸς τριῶν μηνῶν, αὐτὸς φέρων πάρειμι ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας κολλάβους θερμοὺς Φιλύλλιος ἐν «Αὔγῃ» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois mois, trimestriel ; ἡ τρίμηνος, τὸ τρίμηνον trimestre ; τρίμηνος σῖτος blé qu’on sème et qu’on récolte en trois mois, blé de mars.
Étymologie: τρεῖς, μήν².

English (Thayer)

τρίμηνον (τρεῖς and μήν), of three months (Sophocles, Aristotle, Theophrastus, others); neuter used as a substantive, a space of three months (Polybius, Plutarch, Hebrews 11:23.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίμηνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες
2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν)
χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. τρίμηνος
η τριμηνία
2. (το ουδ. στην αιτ. πληθ. ως επίρρ.) τρίμηνα
ανά τριμηνία
3. φρ. «πυρὸς τρίμηνος» — σιτάρι του οποίου η σπορά έγινε κατά την άνοιξη, ώστε να ωριμάσει μέσα σε τρεις μήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μηνός (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].

Greek Monotonic

τρίμηνος: -ον (μήν), αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ τρίμηνος, περιοδος τριών μηνών, σε Ηρόδ.