τοὐπί: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐπί, σώθηθ’ ὅσσον γε τοὐπ’ ἔμ’ Εὐρ. Ὀρ. 1345.
τοὐπί: κράση αντί τὸ ἐπί.