φυλαρχία

Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A office of φύλαρχος, Arist.Pol.1322b5 (pl.), Com.Adesp.25.4 D. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, das Amt des φυλάρχης, Arist. pol. 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ φυλάρχου, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 6. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de φύλαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φύλαρχος
1. (στην Αθήνα) το αξίωμα του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού κάθε φυλής
2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις».

Greek Monotonic

φῡλαρχία: ἡ, το αξίωμα του φυλάρχου, σε Αριστ.