χητοσύνη

Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).

Greek (Liddell-Scott)

χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.