ἀμφιέζω

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

freq. as

   A v.l. for ἀμφιάζω, cf. An. Ox.2.338.

German (Pape)

[Seite 138] = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιέζω: ἄλλ. γραφ. συνεχῶς ἀπαντῶσα ἀντὶ τοῦ ἀμφιάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
revêtir.
Étymologie: ἀμφί, ἔννυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀμφιάζω.

Greek Monolingual

ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. του ρ. ἀμφιάζω.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός.

Greek Monotonic

ἀμφιέζω: = ἀμφιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιέζω: одевать, снабжать одеждой (τοὺς στρατιώτας Plut.).