κακκανῆν

Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Lacon. inf., perh.

   A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).

French (Bailly abrégé)

v. κατακαίνω.

Greek Monolingual

κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.

Russian (Dvoretsky)

κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.