ὁλοπόρφυρος

Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A all purple, X.Cyr.8.3.13, LXXNu.4.7, Plu.2.180e.

German (Pape)

[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.

Greek Monotonic

ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοπόρφῠρος: 1) весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2) одетый в пурпур Plut.