ποτίκολλος

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, Dor. for πρόσκ-, Pi.Fr.241.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

English (Slater)

ποτίκολλος
   1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος, σύγ-κολλος].

Russian (Dvoretsky)

ποτίκολλος: дор. Pind. = πρόσκολλος.