κελευθήτης

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.

Greek Monolingual

κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κελευθήτης: ου adj. m путешествующий, странствующий (ἄνθρωπος Anth.).