ποτιτίθημι

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προστίθημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ποτιτίθημι: дор. Pind. = προστίθημι.