ποτιτίθημι
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προστίθημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ποτιτίθημι: дор. Pind. = προστίθημι.
Α
(δωρ. τ.) προστίθημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τίθημι.
ποτιτίθημι: дор. Pind. = προστίθημι.