κένωσις

Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα . . κενώσεις τινές εἰσι . . ; Pl.R.585b, cf. Phlb.35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. κενέωσις, πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12: metaph., κένωσις βίου Vett.Val.190.30; κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11.    2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134.    b depletion, low diet, opp. πλήρωσις, Hp.VM9, cf. Art.49; κ. σίτου ib.50.    3 of the moon, waning, opp. πλήρωσις, Epicur.Ep.2p.40U.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz πλήρωσις, Plat. Phil. 42 c, πλησμονή, Conv. 186 c; οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κένωσις: -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ εἶναι κενόν, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. κενέωσις, πόντου κ. ἐπὶ πέδον Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) ἐλάττωσις τοῦ αἵματος, πενιχρὰ δίαιτα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vacuité, état d’un corps vide.
Étymologie: κενόω.

Greek Monotonic

κένωσις: -εως, ἡ (κενόω), άδειασμα, εκκένωση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κένωσις: εως ἡ тж. pl.
1) опоражнивание (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);
2) пустота (πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).