εἰσεγγίζω

Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A approach, dub. l. in Plb.12.19.6 (prob. ἐγγίζοντα).

German (Pape)

[Seite 742] sich nähern, Pol. 12, 19, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεγγίζω: μέλλ. -ίσω, πλησιάζω, ἀμφ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 12. 9, 6, ἔνθα πιθανῶς διορθωτέον ἐγγίζοντα ἢ (κατὰ Reiske) συνεγγίζοντα.

Greek Monolingual

εἰσεγγίζω (Α)
πλησιάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τοῖς πολεμίοις Polyb. - v. l. ἐγγίζω).