Αὐτοθαΐς

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek (Liddell-Scott)

Αὐτοθαΐς: ἡ, αὐτὴ ἡ Θαΐς, ἀπαράλλακτος, Λουκ. Ρητόρ. δίδ. 12.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
Thaïs en personne.
Étymologie: αὐτός, Θαΐς.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ Tais en persona Luc.Rh.Pr.12.

Greek Monotonic

Αὐτοθαΐς: ἡ, η ίδια η Θαΐς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Αὐτοθαΐς: ΐδος (θᾱ) ἡ сама Таида Luc.