ἐνδυμενία
English (LSJ)
A v. ἐνδομενία.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδυμενία: ἴδε ἐνδομενία.
Spanish (DGE)
v. ἐνδομενία.
-ας, ἡ
ropa, vestidura σχήματα ἐθελοθρῃσκευτικὰ τῆς ἐνδυμενίας tipos de vestidura pretendidamente religiosos Epiph.Const.Anac.1.15, σὺν τῇ ἐμῇ τροφῇ καὶ τῇ ἐνδυμενίᾳ PMed.48.9 (V/VI d.C.).
Greek Monolingual
ἐνδυμενία, η (Α)
βλ. ενδομενία.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδυμενία: и ἐνδυμένεια ἡ Polyb. v. l. = ἐνδομενία.