κόλος

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A docked, δόρυ Il.16.117; of oxen, stump-horned or hornless, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Hdt.4.29; ὦ κόλε, addressed to a hegoat, Theoc.8.51 (s.v.l.); of the κεράστης, Nic.Th.260.    2 a kind of goat without horns, prob. the animal described by Str.7.4.8, Hsch.    3 κόλος μάχη, name of Il.8, Sch.Il.8 init.; cf. κολοβομάχη.

German (Pape)

[Seite 1475] ον, verstümmelt, abgestumpft, mit abgebrochener Spitze; δόρυ Il. 16, 117; besonders mit abgestumpften Hörnern, od. ohne Hörner, γένος βοῶν Her. 4, 29, τράγος Theocr. 8, 49; Ggstz κεράεσσιν πεποιθώς Nic. Ther. 260. – Das achte Buch der Ilias heißt κόλος μάχη. ὁ, Strab. 7, 4, 8, bei Ath. V, 200 e κῶλος geschr., ein Thier der Scythen, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, λευκός, etwa Rennthier?

Greek (Liddell-Scott)

κόλος: -ον, βραχύς, «κοντός», Λατ. curtus, κόλον δόρυ Ἰλ. Π. 117· ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ κολοβός, ἔχων βραχέα κέρατα ἢ ἄνευ κεράτων, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Ἡρόδ. 4. 29, πρβλ. 2. 46 (ἔνθα ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι ὁ Schäf. διώρθωσεν οἱ κόλοι)· οὕτως, ὦ κόλε, ἀποτεινόμενον εἰς τράγον, Θεόκρ. 8. 51· ἐπὶ τοῦ κεράστου, Νικ. Θηρ. 260· ― ἐν Στράβ. 312, κόλος εἶναι ζῷον τῆς Ταυρικῆς, τετράπουν λευκόν, μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος, ὀξύτερον τούτων εἰς τὸ τρέχειν, πῖνον διὰ τῶν ῥωθώνων καὶ ταμιεῦον ὕδωρ ἐν τῇ κεφαλῇ, ἴσως εἶδος τράγου ἄνευ κεράτων, «κόλον... μέγαν τράγον κέρατα οὐκ ἔχοντα» Ἡσύχ.· πρβλ. αἰπόλος. 2) κόλος μάχη, ἴδε ἐν λέξ. κολοβομάχη. (Ἐντεῦθεν κολοβὸς (δηλ. κολοϝός, ὡς τὸ ὁλοϝός, salv-us), κολούω· πιθανῶς ὡσαύτως καὶ τὸ κολάζω.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tronqué, écourté;
2 aux cornes écourtées ou sans cornes.
Étymologie: DELG parallèles slaves pour ce mot techn.

English (Autenrieth)

docked, pointless, Il. 16.117†.

Greek Monolingual

κόλος, -ον (Α)
1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ' αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα
3. φρ. «κόλος μάχη» — ονομασία του Θ της Ιλιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «χτυπώ» και συνδέεται με τις λ. κολάπτω, κελεός, κλῶ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. kolu «πάσσαλος», ρωσ. kol και λιθουαν. kuolas «πασσαλίσκος». Η λ. κόλος είναι αρχαϊκός τεχνικός όρος και έχει αντικατασταθεί με τις σύνθετες λ. κολοβός και κόλουρος.
ΠΑΡ. κολάζω
αρχ.-μσν.
κολούω.
ΣΥΝΘ. κολοβός, κόλουρος
αρχ.
κολαινίς, κόλερος, κολόχειρ.

Greek Monotonic

κόλος: -ον, βραχύς, κοντός, Λατ. curtus, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για βόδια, αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που δεν έχει καθόλου κέρατα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὦκόλε, απευθυνόμενο σε τράγο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κόλος: 1) надломленный, обрубленный (δόρυ Hom.);
2) тупорогий или безрогий (τὸ γένος τῶν βοῶν Her.; τράγος Theocr.);
3) прерванный, незаконченный: Κ. μάχη Прерванная битва (заглавие VIII песни «Илиады»).