ἐπεγγελάω

Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

fut. -άσομαι, Ep. iterative

   A ἐπεγγελάασκε Q.S.14.397: —laugh at, exult over, τινί S.Aj.989, X.An.2.4.27; κατά τινος S.Aj. 969; ταῖς συμφοραῖς τινῶν J.AJ11.6.10: abs., S.Aj.454, Aeschin.2.182, Phld.Mort.20; ἐπεγγελόωσα Opp.H.2.303: c. acc. cogn., ὑβριστήν τινα γέλωτα Aristaenet.2.6.

German (Pape)

[Seite 908] (s. γελάω), verlachen, verspotten; τινί, Soph. Ai. 989; Xen. An. 2, 4, 27; absol., Aesch. 2, 182 u. Sp., wie Plut. C. Graech. 12; κατά τινος, Soph. Ai. 969; τινός, Poll. 8, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγγελάω: μέλλ. -άσομαι, γελῶ ἐπί τινι, περιγελῶ, ἐπισκώπτω, Λατ. irridere, φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Σοφ. Αἴ. 989, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 27· τί δῆτα τοῦδ’ ἐπεγγελῷεν ἂν κάτα; Σοφ. Αἴ. 969 (ἔνθα ὁ Ἐλμσλ. τοῦδ’ ἂν ἐγγελῷεν ἄν κάτα ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἐγγελάω)· ἀπολ., αὐτόθι 454, Αἰσχίν. 52. 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rire de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐγγελάω.

Greek Monotonic

ἐπεγγελάω: μέλ. -άσομαι, περιγελώ, κοροϊδεύω, χαίρομαι, θριαμβολογώ έναντι κάποιου, με δοτ., σε Σοφ., Ξεν.· κατά τινος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγγελάω: насмехаться, издеваться (τινι Soph., Xen., Plut. и κατά τινος Soph.; ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος Aeschin.).