ἀθωράκιστος

Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

[ᾱκ], ον,

   A without breastplate or body-armour, X.Cyr. 4.2.31, Plu.Aem.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθωράκιστος: [ᾱκ], ον, ἄνευ θώρακος, Ξεν. Κυρ. 4. 2, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cuirasse.
Étymologie: ἀ, θωρακίζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
1 de pers. que no tiene coraza X.Cyr.4.2.31
de caballos que carece de peto Posidonius 1.
2 adv. -ως fig. sin coraza, desprotegidamente οἱ ἀθωράκιστοι καὶ ἀφυλάκτως διοδεύοντες Gr.Nyss.Hom. in Eccl.432.9.

Greek Monotonic

ἀθωράκιστος: -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν φορά θώρακα (πανοπλία), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀθωράκιστος: (ρᾱ) не покрытый броней Xen., Plut.