νηυσιπέρητος

Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A v. ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.