ναυπήγιον

Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

τό,

   A shipbuilder's yard, dockyard, Ar.Av.1157, Inscr.Délos 363.41, 365.20 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 232] τό, Ort, wo Schiffe gebau't werden, Schiffswerfte; Ar. Av. 1157; D. Sic. 19, 58, vulg. ναυπηγεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπήγιον: τό, ὁ τόπος ἔνθα ναυπηγοῦνται πλοῖα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1157.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chantier de constructions navales.
Étymologie: ναυπηγός.

Greek Monolingual

ναυπήγιον, τὸ (Α)
βλ. ναυπηγείο.

Greek Monotonic

ναυπήγιον: τό, εργαστήριο ναυπηγού, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ναυπήγιον: τό корабельная верфь Arph.