ᾅδης

Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

French (Bailly abrégé)

v. ᾍδης.

English (Abbott-Smith)

ᾅδης, -ου, ὁ [in LXX ehiefly for שְׁאוֹל, also for דּוּמָה, מָוֶת, etc. ;]
1.in Hom., Hades (Pluto), the god of the underworld.
2.the abode of Hades, the underivorld; in NT, the abode of departed spirits, Hades: ἐν τ. ᾅ., Lk 16:23; εἰς ᾅ., Ac 2:27,31; πύλαι ᾅδου, Mt 16:18; κλεῖς τοῦ ᾅ., Re 1:18; metaph., ἕως ᾅ., Mt 11:23, Lk 10:15; personified, Re 6:8 20:13,14 (Cremer, 67, 610; MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from Α (as negative particle) and εἴδω; properly, unseen, i.e. "Hades" or the place (state) of departed souls: grave, hell.

Greek Monotonic

ᾅδης: ή Ἅιδης, -ου, ὁ, στον Όμηρ. επίσης Ἀΐδης, -αο και -εω· Δωρ. Ἀΐδας, · υπάρχει επίσης και γεν. Ἄϊδος, δοτ. Ἄϊδι (όπως αν προερχόταν από το Ἄϊς)· (από α- στερητικό, ἰδεῖν
I. Άδης ή Πλούτωνας (πρβλ. Πλούτων), ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία· Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ' Ἀΐδης, σε Ομήρ. Ιλ.· ονομάζεται και Ζεὺς καταχθόνιος, στο ίδ.· εἰν ή εἰς Ἀΐδαο (ενν. δόμοις, δόμους), στον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· εἰν Ἄϊδος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν Ἅιδου, ἐς Ἅιδου (ενν. οἴκῳ, οἶκον), σε Αττ.· επίσης Ἄϊδόσδε, επίρρ., στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ως προσηγορικό, ο Άδης, ο Κάτω Κόσμος· εἰσόκεν Ἄϊδι κεύθωμαι, στο ίδ.· ἐπὶ τὸν ᾅδην, σε Λουκ.· εἰς ἀΐδην, σε Ανθ.· ἐν τῷ ᾅδῃ, σε Καινή Διαθήκη
2. τάφος, θάνατος· ᾅδης πόντιος, θάνατος στη θάλασσα, σε Αισχύλ. κ.λπ. (ᾰῐδης, σε Όμηρ., Αττ. ᾷδης· αλλά σε Τραγ. επίσης ᾱῐδας· γεν. ᾰῐδεω ως ανάπαιστος στον Όμηρ.· γεν. ᾰῐδᾱο, στον ίδ.· γεν. ᾱῐδος πριν από φωνήεν, σε Ομήρ. Ιλ.).

Russian (Dvoretsky)

ᾅδης: или Ἃιδης, ου, эп. Ἀΐδης, αο или εω (gen. тж. Ἄϊδος) и Ἀϊδωνεύς, ῆος, дор. Ἀΐδας, α (ᾰῐ и ᾱῐ) ὁ
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.: καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»; εἰν Ἀΐδαο и εἰν Ἄϊδος Hom. или ἐν Ἃιδου (sc. δόμοις) Soph. в царстве Аида;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.;
3) ад NT;
4) кончина, смерть Pind.: ᾅδης πόντιος Aesch. смерть в море; ταχὺς ᾅδης Eur. скорая смерть;
5) могила Pind.: τειχίζειν ᾅδην Anth. устраивать могилу.