ὑποδμώς

Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ῶος, ὁ,

   A servant, Ποσειδάωνος Od.4.386, Matro Conv.62.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δοῦλος, τινος Ὀδ. Δ., πρβλ. ὑποδρηστήρ.

French (Bailly abrégé)

ῶος (ὁ) :
serviteur subalterne, ou simpl. serviteur.
Étymologie: ὑπό, δμώς.

English (Autenrieth)

under-servant, underling, Od. 4.386†.

Greek Monolingual

-ῶος, ὁ, Α
υποδεέστερος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δμώς «δούλος, υπηρέτης»].

Greek Monotonic

ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δούλος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποδμώς: ῶος ὁ раб, слуга (τινος Hom.).