πολύχαρμος

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, (χάρμη)

   A very warlike, AP5.201 (Asclep. or Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 676] sehr kriegerisch, Asclepiads. 29 (V, 202).

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαρμος: -ον, (χάρμη) λίαν πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ἀνθ. Π. 5. 202.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ πολεμικός, φιλοπόλεμος («νικήσασα κέλητι Φιλαινίδα τὴν πολύχαρμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρμος (< χάρμη «χαρά της μάχης»), πρβλ. μενέ-χαρμος].

Russian (Dvoretsky)

πολύχαρμος: весьма воинственный Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαρμος -ον [πολύς, χάρμη] oorlogszuchtig.