προσλιπάρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A perseverance in a thing, Antyll. ap. Orib.6.10.14; persistence, Luc.Cal.20.
German (Pape)
[Seite 772] ἡ, 1) das Beharren, Verweilen bei einer Sache, an einem Orte? – 2) inständiges Bitten, Flehen, Luc. Calumn. 20.
Greek (Liddell-Scott)
προσλῑπάρησις: -εως, ἡ, ἐπιμονὴ ἔν τινι πράγματι, Ὀρειβ. 98 Matth. ΙΙ. ἐπίμονος παράκλησις, Λουκ. π. Διαβολ. 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 assiduité, persévérance;
2 insistance, fait d’être importun.
Étymologie: προσλιπαρέω.
Greek Monotonic
προσλῑπάρησις: -εως, ἡ, επιμονή, επίμονη παράκληση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσλῑπάρησις: εως (ᾰ) ἡ настойчивость Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσλιπάρησις -εως, ἡ [προσλιπαρέω] aandrang.