προσλιπάρησις

Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A perseverance in a thing, Antyll. ap. Orib.6.10.14; persistence, Luc.Cal.20.

German (Pape)

[Seite 772] ἡ, 1) das Beharren, Verweilen bei einer Sache, an einem Orte? – 2) inständiges Bitten, Flehen, Luc. Calumn. 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσλῑπάρησις: -εως, ἡ, ἐπιμονὴ ἔν τινι πράγματι, Ὀρειβ. 98 Matth. ΙΙ. ἐπίμονος παράκλησις, Λουκ. π. Διαβολ. 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 assiduité, persévérance;
2 insistance, fait d’être importun.
Étymologie: προσλιπαρέω.

Greek Monotonic

προσλῑπάρησις: -εως, ἡ, επιμονή, επίμονη παράκληση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσλῑπάρησις: εως (ᾰ) ἡ настойчивость Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσλιπάρησις -εως, ἡ [προσλιπαρέω] aandrang.