A v. ἔχω.
σχέτο: ἴδε ἔχω.
3ᵉ sg. épq. ao.2 Moy. de ἔχω.
see ἔχω.
σχέτο: γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἔχω.
σχέτο ep. ind. them. aor. med. 3 sing. van ἔχω.