καυματίζω

Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A burn, scorch up, Apoc.16.8:—Pass., to be burnt up, Ev.Matt.13.6; become heated, suffer from heat, Plu.2.100b, 691f, Arr.Epict.1.6.26, Sor.1.108, M.Ant.7.64.

German (Pape)

[Seite 1408] durch Hitze ausdörren, auszehren, pass. durch Hitze umkommen, N. T.; an Fieberhitze leiden, καὶ πυρέττειν Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καυμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κατακαίω, καταξηραίνω, Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, πυρέσσω, Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer par la chaleur ; Pass. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦμα.

English (Strong)

from καῦμα; to burn: scorch.

English (Thayer)

1st aorist infinitive καυματίσαι; 1st aorist passive ἐκαυματίσθην; (καῦμα); to burn with heat, to scorch: τινα, with ἐν πυρί added, καῦμα μέγα (see ἀγαπάω under the end for examples and references), to be tortured with intense heat, Antoninus 7,64; Epictetus diss. 1,6, 26; 3,22, 52; of the heat of fever, Plutarch, mor., p. 100d. (de cert. et vit. 1), 691e. (quaest. conviv. 6:2,6).)

Greek Monolingual

καυματίζω (ΑΜ) καύμα
παθ. καυματίζομαι
υποφέρω από πυρετό
αρχ.
1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο
2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα.

Greek Monotonic

καυμᾰτίζω: μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυματίζω [καῦμα] doen verbranden, verschroeien.