κεράμιον
English (LSJ)
τό,
A earthenware vessel, jar, IG22.1672.13, Men.Sam.88 (pl.), etc.; κ. οἰνηρόν Hdt.3.6, cf. Hp.Art.78; οἴνου X.An.6.1.15; ὀξηρόν Ar.Fr.723; κ. ταριχηρόν Arist.HA534a21; ταρίχους, as a measure, Test. ap. D.35.34, cf. PSI 5.585 (iii B.C.), OGI90.31 (Rosetta, ii B.C.), LXX Is.5.10, SIG1109.162 (ii A.D.). 2 sarcophagus, D.C.42.26.
German (Pape)
[Seite 1420] τό, eigtl. dim. von κέραμος, irdenes Gefäß, Geschirr; οἰνηρόν Her. 3, 6; Plat. Crat. 440 c; οἴνου Xen. An. 5, 9, 15. 10, 3; Dem. 35, 10; ein Weingefäß, das einen μετρητής (339/118 Berl. Quart) enthält, vgl. Böckh Staatshaush. p. 107; – ταριχηρά, Arist. H. A. 4, 8, vgl. Plut. Symp. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κεράμιον: τό, ἀγγεῖον πήλινον, ὑδρία, Λατ. testa, κ. οἰνηρὸν Ἡρόδ. 3. 6, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838· οἴνου Ξεν. Ἀν. 6. 1, 15, κτλ.· ὀξηρὸν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511· κ. ταριχηρὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· ταρίχους Διαθ. παρὰ Δημ. 934. 25· πρβλ. κεραμεῖον. 2) πᾶν εἶδος ἀγγείου, κ. χρυσᾶ Ἰω. Χρυσ.· οὕτω, κεραμὶς μολυβῆ Ἀθήν. 621Α· κέραμος ἀργυροῦς Πτολ. αὐτόθι 229D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase de terre cuite, d’argile.
Étymologie: κέραμος.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of κέραμος; an earthenware vessel, i.e. jar: pitcher.
English (Thayer)
κεραμίου, τό (neuter of the add. κεραμιος, see the preceding word (others make it a diminutive from κέραμος)), an earthen vessel, a pot, jar; a jug or pitcher: with ὕδατος added, a water-pitcher, Theophrastus, caus. plant. 3,4, 3; οἴνου, Xenophon, anab. 6,1, 15; Demosthenes, p. 934,26; Polybius 4,56, 3; ἐλαίου, Josephus, Antiquities 8,13, 2.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κεράμιον: τό (κέραμος), πήλινο αγγείο, κανάτα, Λατ. testa, σε Ηρόδ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράμιον -ου, τό [κέραμος] aarden kruik.