μεταληπτέον

Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A one must have a share of, τῷ ἑνὶ μ. οὐσίας Pl.Prm. 163d: abs., Iamb.Protr.21.ιθ.    II one must take instead, τι ἀντί τινος Arist.APr.48a27.    III pl. μεταληπτέα, one must resume, τοῦ προτέρου λόγου Agath.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

μεταληπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταλαμβάνω, δεῖ μεταλαμβάνειν ἢ μεταλαβεῖν, τινὸς Πλάτ. Παρμ. 163D. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λάβῃ ἀντί τινος, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 34, ἐν τέλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταληπτέον: adj. verb. к μεταλαμβάνω.