παρακέλευσμα
English (LSJ)
A v. παρακέλευμα.
German (Pape)
[Seite 482] τό, Zuruf, Ermunterung; λόγων, Eur. Suppl. 1154; Hel. 1618; D. Sic. 15, 52. Vgl. παρακέλευμα.
Greek (Liddell-Scott)
παρακέλευσμα: ἴδε ἐν λ. παρακέλευμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: παρακελεύω.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. παρακέλευμα.
Greek Monotonic
παρακέλευσμα: βλ. παρακέλευμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακέλευσμα -ατος, τό [παρακελεύω] aansporing, aanmoediging.