στῦλος
English (LSJ)
ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)),
A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; στέγης A.Ag.898; δόμων E.IT50; σ. μονόλιθοι BGU1713 (ii/iii A.D.): metaph., σ. . . οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15. 2 σ. πυρός LXX Ex.13.21, Apoc.10.1. 3 wooden pole, E.Fr.203, Plb.1.22.4; [σκηνῆς] tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47. 4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]
Greek (Liddell-Scott)
στῦλος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς ὑποστήριγμα, Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες αὐτόθι 57. 2) ἁπλῶς στῦλος χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. στυλοειδής)· ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. στῦλος (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ εἶναι μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις εἶναι τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ στύω· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
colonne, fig. soutien, appui.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.
English (Strong)
from stuo (to stiffen; properly akin to the base of ἵστημι); a post ("style"), i.e. (figuratively) support: pillar.
English (Thayer)
(R G WH (Trin στῦλος (so L T (Tr in Passow (or Liddell and Scott), under the word, at the end (cf. Chandler §§ 274,275; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 43), στύλου, ὁ (from Aeschylus and Herodotus down), the Sept. often for עַמּוּד, a pillar, column: στῦλοι πυρός, pillars of fire, i. e. flames rising like columns, ποιήσω αὐτόν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, i. e. (dropping the figure) I will assign him a firm and abiding place in the everlasting kingdom of God, Lightfoot); Clement of Rome, 1 Corinthians 5,2 [ET] and the note in Gebhardt and Harnack (στῦλοι οἴκων εἰσί παῖδες ἄρσενες, Euripides, Iph. T. 57; examples from (Jewish writings are given by Schoettgen (on Galatians , the passage cited) and from) ecclesiastical writings by Suicer, Thesaurus, ii, p. 1045f; columen reipublicae, Cicero, pro Sest. 8,19, and often elsewhere in Latin authors); a prop or support: τῆς ἀληθείας, 1 Timothy 3:15.
Greek Monolingual
ο / στῡλος, ΝΜΑ
1. κάθε επίμηκες στερεό σώμα που χρησιμεύει κυρίως για την υποστήριξη στέγης ή τη στερέωση ενός αντικειμένου, στήλη, κίονας, κολόνα
2. μτφ. σταθερός προστάτης, ισχυρό έρεισμα (α. «ο πατέρας είναι ο στύλος της οικογένειας» β. «στῡλοι οἴκων... εἰσὶ παῑδες ἄρσενες», Ευρ.)
νεοελλ.
1. βοτ. λεπτό σωληνόμορφο τμήμα του υπέρου, του γυναικείου οργάνου του άνθους, το οποίο συνδέει το στίγμα, δηλαδή το τμήμα του υπέρου που δέχεται τη γύρη, με την ωοθήκη
2. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με το παραπάνω σώμα
3. βιολ. εξέχον και λεπτό τμήμα ορισμένων οργάνων σε διάφορα ζώα
αρχ.
1. στήλη, συνήθως ξύλινη, που δεν χρησιμοποιείται για στήριξη ενός μόνο αντικειμένου, κάθε είδους στήλη («στῡλος ἐν πρῴραις στρογγύλος εἰστήκει», Πολ.)
2. μυτερό μεταλλικό ή κοκάλινο αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στ-ῦ-λος έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή -ῡ- και μάλιστα μακρό αναφορικά προς το -ῠ- της λ. σταυρός, βλ. και λ. σταυρός, στοά, στύω) και επίθημα -λο-ς (πρβλ. στήλη, σκῦ-λο-ν). Η λ. στῦλος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sthūnā, αβεστ. stūna- «στύλος», τα οποία εμφανίζουν επίθημα σε -η- αντί -l-. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Ελληνική με τη σημ. «αιχμηρό αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα», η οποία προήλθε από τον λατ. τ. stilus (βλ. και λ. στυλ).
ΠΑΡ. στυλίδα(-ίς), στυλίδιο(ν), στυλίσκος, στυλίτης, στυλώ(-νω)
αρχ.
στυλάριον, στύλιον
αρχ.-μσν.
στυλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στυλοβάτης, στυλοειδής
αρχ.
στυλογλύφος, στυλοπαραστάς, στυλοπινάκιον, στυλοποιός
αρχ.-μσν.
στυλοπύρ
νεοελλ.
στυλογραφία, στυλογράφος, στυλοκέφαλο, στυλόλιθος, στυλοπάτι, στυλοφόρος, στύλωψ. (Β' συνθετικό) αμφιπρόστυλος, αραιόστυλος, άστυλος, δεκάστυλος, διάστυλος, εξάστυλος, εύστυλος, οκτάστυλος, περίστυλος, πολύστυλος, πρόστυλος, πυκνόστυλος, σύστυλος, τετράστυλος, υπόστυλος
αρχ.
αυτόστυλος, δωδεκάστυλος, εκατοντάστυλος / εκατόστυλος
νεοελλ.
δίστυλος, εξώστυλος, μακρόστυλος, μονόστυλος, ομόστυλος, ορθόστυλος, τρίστυλος.
Greek Monolingual
ο / στῡλος, ΝΜΑ
1. κάθε επίμηκες στερεό σώμα που χρησιμεύει κυρίως για την υποστήριξη στέγης ή τη στερέωση ενός αντικειμένου, στήλη, κίονας, κολόνα
2. μτφ. σταθερός προστάτης, ισχυρό έρεισμα (α. «ο πατέρας είναι ο στύλος της οικογένειας» β. «στῡλοι οἴκων... εἰσὶ παῑδες ἄρσενες», Ευρ.)
νεοελλ.
1. βοτ. λεπτό σωληνόμορφο τμήμα του υπέρου, του γυναικείου οργάνου του άνθους, το οποίο συνδέει το στίγμα, δηλαδή το τμήμα του υπέρου που δέχεται τη γύρη, με την ωοθήκη
2. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με το παραπάνω σώμα
3. βιολ. εξέχον και λεπτό τμήμα ορισμένων οργάνων σε διάφορα ζώα
αρχ.
1. στήλη, συνήθως ξύλινη, που δεν χρησιμοποιείται για στήριξη ενός μόνο αντικειμένου, κάθε είδους στήλη («στῡλος ἐν πρῴραις στρογγύλος εἰστήκει», Πολ.)
2. μυτερό μεταλλικό ή κοκάλινο αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στ-ῦ-λος έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή -ῡ- και μάλιστα μακρό αναφορικά προς το -ῠ- της λ. σταυρός, βλ. και λ. σταυρός, στοά, στύω) και επίθημα -λο-ς (πρβλ. στήλη, σκῦ-λο-ν). Η λ. στῦλος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sthūnā, αβεστ. stūna- «στύλος», τα οποία εμφανίζουν επίθημα σε -η- αντί -l-. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Ελληνική με τη σημ. «αιχμηρό αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα», η οποία προήλθε από τον λατ. τ. stilus (βλ. και λ. στυλ).
ΠΑΡ. στυλίδα(-ίς), στυλίδιο(ν), στυλίσκος, στυλίτης, στυλώ(-νω)
αρχ.
στυλάριον, στύλιον
αρχ.-μσν.
στυλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στυλοβάτης, στυλοειδής
αρχ.
στυλογλύφος, στυλοπαραστάς, στυλοπινάκιον, στυλοποιός
αρχ.-μσν.
στυλοπύρ
νεοελλ.
στυλογραφία, στυλογράφος, στυλοκέφαλο, στυλόλιθος, στυλοπάτι, στυλοφόρος, στύλωψ. (Β' συνθετικό) αμφιπρόστυλος, αραιόστυλος, άστυλος, δεκάστυλος, διάστυλος, εξάστυλος, εύστυλος, οκτάστυλος, περίστυλος, πολύστυλος, πρόστυλος, πυκνόστυλος, σύστυλος, τετράστυλος, υπόστυλος
αρχ.
αυτόστυλος, δωδεκάστυλος, εκατοντάστυλος / εκατόστυλος
νεοελλ.
δίστυλος, εξώστυλος, μακρόστυλος, μονόστυλος, ομόστυλος, ορθόστυλος, τρίστυλος.
Greek Monotonic
στῦλος: ὁ, κολόνα, ως υποστήριγμα ή θεμέλιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
στῦλος: ὁ1) столб, подпора, колонна (στέγης σ. Aesch.): στῦλοι πυρός NT огненные столпы;
2) перен. устой, опора (δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὶ ἑδραίωμα NT);
3) свая, брус (σ. στρογγύλος Polyb.).