φυλάρχης

Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = φύλαρχος, IG12 (2).505.4 (Methymna), LXX 2 Ma.8.32, Ph.1.497, al.

German (Pape)

[Seite 1314] ὁ, Anführer, Vorsteher einer φυλή, bes. im Kriege bei der Reiterei.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλάρχης: -ου, ὁ = φύλαρχος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 32), διάφ. γραφὴ παρὰ Ξεν., Φίλωνι κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρχηγός φυλής, φύλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φύλαρχος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Russian (Dvoretsky)

φῡλάρχης: ου ὁ v. l. = φύλαρχος.