αἰρόπινον

Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

τό,

   A sieve (ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ τὰς αἴρας διελθεῖν), Ar.Fr.480.

Greek (Liddell-Scott)

αἰρόπινον: τό, κόσκινον, ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 404· «κόσκινον, ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται ὑπὲρ τοῦ αἴρας διελθεῖν», Σουΐδ. Ἴδε καὶ Α. Β. 22, καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

(αἰρόπῐνον) -ου, τό cedazo ὥσπερ αἰρόπινον τέτρηται Ar.Fr.498.

Russian (Dvoretsky)

αἰρόπινον: τό сито для отделения плевела от пшеницы Arph.