ἀνανέω

Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A come to the surface, Ael.NA5.22.

German (Pape)

[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνένευσα;
remonter sur l’eau.
Étymologie: ἀνά, νέω.

Spanish (DGE)

salir a la superficie, nadar hacia arriba ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.NA 5.22, cf. Batr.220.

Greek Monolingual

ἀνανέω (ΑΜ)
έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νέω «πλέω, κολυμπώ».
ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)].

Russian (Dvoretsky)

ἀνανέω: выплывать на поверхность (κάππεσε δ᾽, οὐδ᾽ ἀνένευσεν Batr.).