ἡλιοκαΐα

Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,

   A sun-burning, exposure to the sun, D.L.7.1 (pl.), Paul.Aeg.3.6(pl.), Phlp.in Ph. 60.13, in GC148.14.

German (Pape)

[Seite 1162] ἡ, der Sonnenbrand, Sonnenhitze, Sp.; apricatio, D. L. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοκᾱΐα: ἡ, τὸ ἐκτίθεσθαι εἰς τὸν ἥλιον, ἡ τοῦ ἡλίου θερμότης, Παῦλ. Αἰγ. 3. 6· ― ἔχαιρε δὲ (ὁ Ζήνων), φασί, σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐᾳ Διογ. Λ. 7. 1, ἔνθα ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ἡλιοκαΐαις εἰς ἡλιοκαέσι.

Greek Monolingual

ἡλιοκαΐα, ἡ (Α) ηλιοκαής
η έκθεση στον ήλιο.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιοκᾱΐα: ἡ солнечный зной, солнцепек Diog. L.