κορίαννον

Revision as of 13:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

( κορίανδρον Gloss., κορίαμβλον Hsch.) [ῐ], τό,

   A coriander, Coriandrum sativum, the plant or seed, Alc.Com.17, Anaxandr.50, Thphr.HP7.1.2: freq.in pl., Anacr.123, Ar.Eq.676,682,etc.    II ring worn on the forefinger, Poll.5.101, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορίαννον: τό, = κόριον, ἡ βοτάνη καὶ ὁ σπόρος, Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν «Καλλιστοῖ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Φαρμακομάντει» 2· ἐν τῷ πληθ. Ἀνακρ. 138, Ἀριστοφ. Ἱππ. 676, 682. ΙΙ. γυναικεῖόν τι κόσμημα, Πολυδ. Ε΄, 101, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
coriandre plante et graine.
Étymologie: DELG prob. méditerr. ; à rapprocher pê de κόρις, à cause de l’odeur ; myc. korijadono.

Greek Monotonic

κορίαννον: τό, κολίανδρος, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κορίαννον: τό (преимущ. pl.) бот. кориандр Anacr., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίαννον -ου, τό, ook κορίανον koriander (kruid).