ὀϊστοδέγμων

Revision as of 14:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος,

   A holding arrows, θησαυρός, i.e. a quiver, A.Pers.1020 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 312] ονος, Pfeile fassend, enthaltend, Aesch. Pers. 979, vom Köcher.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui renferme les traits.
Étymologie: ὀϊστός, δέχομαι.

Greek Monolingual

ὀϊστοδέγμων, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) (για φαρέτρα) αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο-δέμγων].

Russian (Dvoretsky)

ὀϊστοδέγμων: ονος ἡ (sc. φαρέτρα) содержащий стрелы, т. е. колчан Aesch.