ποικιλμός

Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A elaboration, refinement, Epicur.Fr. 417(pl.); variegation, Plu.2.382c.

German (Pape)

[Seite 649] ὁ, = ποίκιλσις, ποικιλία, Plut. non posse 3.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλμός: ὁ, = ποικιλία, Πλούτ. 2. 382C, 1088C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de varier, de diversifier.
Étymologie: ποικίλλω.

Greek Monolingual

ὁ, Α ποικίλλω
1. λεπτή επεξεργασία
2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ποικιλμός:1) пестрота, узорчатость (sc. τῆς στολῆς Plut.);
2) различие, разнообразие Plut.