φιλαπόδημος

Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.

German (Pape)

[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπόδημος: любящий путешествовать Xen.