ἀναθετέον

Revision as of 16:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

(ἀνατίθημι)

   A one must put off, Pl.Lg.935e; ἀ. τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.    II one must ascribe, τίτινι Pl.Mx.240e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνατίθημι· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = ἀποδοτέον, πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε.

Spanish (DGE)

I c. ac. y dat.
1 hay que consagrar o dedicar τῷ θεῷ τὴν ἰδίαν ἀ. ἰσχύν Cyr.Al.M.72.204A.
2 hay que imputar o atribuir τῶν ἐνδείων ἃς ... τοῖς δημιουργοῦσιν ἀ. Hp.de Arte 8, τὰ μὲν οὖν ἀριστεῖα τῷ λόγῳ ἐκεῖνοις ἀ. Pl.Mx.240e, cf. Plot.4.4.31.
II sólo c. ac. hay que diferir τοῦτο μὲν οὖν οὐδαμῶς ἀ. Pl.Lg.935e, ἀ. οὖν τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c.

Greek Monotonic

ἀναθετέον: ρημ. επίθ. του ἀνατίθημι, αυτό που πρέπει να αποδώσει κάποιος, τί τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθετέον: Plat., Plut. adj. verb. к ἀνατίθημι.