ἀντικατάσχεσις

Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A holding in by force, τοῦ πνεύματος Arist.Pr.961b22.

German (Pape)

[Seite 253] ἡ, das gewaltsame Zurückhalten, Arist. probl. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατάσχεσις: -εως, ἡ, ἡ βιαία συγκράτησις, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 3. 1, 3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
retención τοῦ πνεύματος Arist.Pr.961b22.

Greek Monolingual

ἀντικατάσχεσις, η (Α)
βίαιη συγκράτηση.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατάσχεσις: εως ἡ задержка, остановка, прекращение (τοῦ πνεύματος Arst.).