ἀντιλάμπω

Revision as of 16:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

inf.

   A -λάμπην Sapph.Supp.3.6:—light up in turn, οἱ δ' ἀντέλαμψαν (sc. οἱ φύλακες) A.Ag.294.    II intr., reflect light, shine, X.Cyn.5.18; πρὸς τὴν σελήνην Plu.Arat.21; of the rainbow, Anaxag. 19.    2 shine opposite to or in the face of, ὁ ἥλιος ἀ. τινί Plu.Mar. 26,etc., cf. Arr.Tact.27.4: metaph., dazzle, τῷ ἀκροάτῃ λέξις ἀ. Plu. 2.41c.    III vie in brilliance with, τινί Philostr.Ep.32.

German (Pape)

[Seite 254] entgegen-, zurückstrahlen, Aesch. Ag. 285; Xen. Cyn. 5, 18; ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινί, scheint Einem ins Gesicht, Plut. Mar. 26, öfter; περιττὴ λέξις ἀντιλάμπει τῷ ἀκροατῇ πρὸς τὸ δηλούμενον, verblendet den Hörer über den Sinn, de audit. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλάμπω: πέμπω καὶ ἐγὼ λάμψιν, μεταβιβάζω διὰ πυρσοῦ ἄγγελμα, οἱ δ’ ἀντέλαμψαν (δηλ. οἱ φύλακες) καὶ παρήγγειλαν πρόσω Αἰσχ. Ἀγ. 294. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀντανακλῶ φῶς, λάμπω, Ξεν. Κυν. 5.18· πρὸς τὴν σελήνην Πλουτ. Ἄρατ. 21. 2) λάμπω ἔναντι ἢ κατὰ πρόσωπόν τινος, ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινὶ Πλουτ. Μάρ. 26, κτλ.: θαμβώνω, ἐκπλήττω, τινὶ ὁ αὐτ. 2. 41C, 420F.

French (Bailly abrégé)

I. tr. faire briller les signaux à son tour ou en réponse;
II. intr. 1 réfléchir la lumière;
2 briller en face de, τινι ; éblouir, τινι.
Étymologie: ἀντί, λάμπω.

Spanish (DGE)

I abs.
1 encender a su vez οἱ δ' ἀντέλαμψαν ellos encendieron fuego en respuesta A.A.294, ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντιλάμψαντος φωτός LXX 2Ma.1.32.
2 brillar, ser evidente o visible a su vez τὸ φανὸν τὸ ἐν αὐτοῖς ἐνὸν ἀντιλάμπει el color llamativo que tienen (las liebres) se hace evidente X.Cyn.5.18.
II c. dat.
1 reflejarse τὸ ἐν τῇσιν νεφέλῃσιν ἀντιλάμπον τῷ ἡλίῳ del arco iris, Anaxag.B 19.
2 brillar de cara, deslumbrar del sol en las batallas καὶ τὸν ἥλιον ἀντιλάμποντα τοῖς Κίμβριοις Plu.Mar.26
fig. deslumbrar λέξις ... τῷ ἀκροατῇ Plu.2.41c
abs. τὰ ὅπλα ἀ. πρὸς τὴν σελήνην las armas relumbran a la luz de la luna Plu.Arat.21, κατὰ προσώπου Arr.Tact.27.4.
3 competir en brillo o color ἡ τῶν ἀνθέων θέα τῇ τῶν ὀρνίθων χροιᾷ Ach.Tat.1.15.8, cf. Philostr.Ep.32.

Greek Monolingual

(AM ἀντιλάμπω)
ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω
αρχ.-μσν.
συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον
αρχ.
1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου
2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον
3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς.

Greek Monotonic

ἀντιλάμπω: μέλ. -ψω,
I. ανάβω φως με τη σειρά μου, σε Αισχύλ.
II. αμτβ.,
1. αντανακλώ φως, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Ξεν.
2. φέγγω αντίθετα προς ή στο πρόσωπο, ὁ ἥλιος ἀντ. τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλάμπω: 1) светить в ответ, отвечать сигнальными огнями (φῶς φύλαξι σημαίνει … - Οἱ δ᾽ ἀντέλαμψαν Aesch.);
2) отражать свет, отсвечивать (τὸ φανὸν ἀντιλάμπει Xen.): ἀ. πρὸς τὴν σελήνην Plut. отражать лунный свет;
3) светить прямо в лицо, слепить (ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινί Plut.);
4) перен. ослеплять (σοβαρὰ λέξις ἀντιλάμπει τῷ ἀκροατῇ Plut.).