ἀπλυσία

Revision as of 16:53, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

(A), ἡ, (ἄπλυτος)

   A filthiness, filth, AP7.377 (Eryc.).
ἀπλῠσία (B), ἡ, a kind of

   A sponge, so called because it cannot be cleaned, Arist.HA549a4, Plin.HN9.150, prob.l. in Thphr.HP4.6.10.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, μυσαρῶν ἐλέγων Eryc. 11 (VII, 377), von schmutzigem Inhalt; bei Theophr. = folg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπλῠσία: ἡ, (ἄπλυτος) ἀκαθαρσία, ῥυπαρία, «ἀπλυσιά», Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 saleté;
2 sorte d’éponge d’un jaune sale.
Étymologie: ἄπλυτος.

Spanish (DGE)

(ἀπλῠσία) -ας, ἡ
1 fig. porquería de poemas AP 7.377.4 (Eryc.).
2 cierta esponja Arist.HA 549a4, Plin.HN 9.150.

Greek Monolingual

η (AM ἀπλυσία)
το να μην είναι κάποιος ή κάτι πλυμένο, η ακαθαρσία.

Greek Monotonic

ἀπλῠσία: ἡ, βρομιά, ρυπαρότητα, ακαθαρσία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπλῠσία: ἡ неумытость, грязь (μυσαρῶν ἐλέγων Anth.).